πυροειδοῦς

πυροειδοῦς
πυροειδής
fiery
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιοχή — η, ΝΜΑ [περιέχω] 1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.) 2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”